- κατασμικριζω
- κατασμικρίζωκατα-σμῑκρίζωArst. = κατασμικρύνω См. κατασμικρυνω
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κατασμικρίζω — (Α) υποτιμώ, υποβιβάζω, καταφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σμικρίζω «ψιλοκοσκινίζω»] … Dictionary of Greek
κατασμικρίζοντα — κατασμικρίζω disparage pres part act neut nom/voc/acc pl κατασμικρίζω disparage pres part act masc acc sg κατασμικρίζω disparage pres part act neut nom/voc/acc pl κατασμικρίζω disparage pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασμικρίζουσι — κατασμικρίζω disparage pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατασμικρίζω disparage pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) κατασμικρίζω disparage pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατασμικρίζω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασμικρίζοντες — κατασμικρίζω disparage pres part act masc nom/voc pl κατασμικρίζω disparage pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)